- κλαύμα
- το (AM κλαῡμα)βλ. κλάμα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλαύμαθ' — κλαύ̱ματα , κλαῦμα weeping neut nom/voc/acc pl κλαύ̱ματι , κλαῦμα weeping neut dat sg κλαύ̱ματε , κλαῦμα weeping neut nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλάμα — (I) και κλάημα και κλιάμα και κλαύμα, το (AM κλαύμα, Μ και κλάημα και κλιάμα και κλάμα[ν]) [κλαίω] το να κλαίει κανείς, χύσιμο δακρύων από πόνο, λύπη ή και χαρά, θρήνος (α. «μην τού φωνάζεις, γιατί θα αρχίσει πάλι τα κλάματα» β. «κλαυμάτων...… … Dictionary of Greek
κλαύσμα — κλαῡσμα, τὸ (Α) [κλαίω] (μτγν τ. τού κλαύμα) κλάμα, θρήνος … Dictionary of Greek
ԼԱՑ — ( ) NBH 1 0880 Chronological Sequence: Unknown date, 10c, 11c, 12c գ. (ի հրամ. Լալ բային). κλαίη, κλαύμα ploratus, tio; fletus. Լալիւն. լալումն. ողբ. ողբումն. *Մնչդեռ նորածին իցէ, մանկանցն յայտարարութիւնքն եւ նշանք լացն եւ աղաղակն. Պղատ. օրին. ՟Է … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
κλαυμάτων — κλαῡμάτων , κλαῦμα weeping neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαύμασι — κλαύ̱μασι , κλαῦμα weeping neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλαύματα — κλαύ̱ματα , κλαῦμα weeping neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)